- προσπλοκή
- ἡ, ΜΑ [προσπλέκω]1. προσάρτηση, προσκόλληση2. περίπτυξη, εναγκαλισμόςαρχ.ανάμιξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπλοκῇ — προσπλοκή close embrace fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλοκῆς — προσπλοκή close embrace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλοκήν — προσπλοκή close embrace fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπλοκάς — προσπλοκά̱ς , προσπλοκή close embrace fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)